- τιθηνοκόμος
- ὁ, Ατιθηνός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιθηνοκομώ — έω, Α [τιθηνοκόμος] είμαι τροφός μικρού παιδιού, τιθηνῶ* … Dictionary of Greek